-
1 ηλεκτρομαγνητικές
η, ό[ν] электромагнитный;ηλεκτρομαγνητικέςόν πεδίον — электромагнитное поле;
ηλεκτρομαγνητικέςά κύματα — электромагнитные волны
1 ηλεκτρομαγνητικές
ηλεκτρομαγνητικέςόν πεδίον — электромагнитное поле;
ηλεκτρομαγνητικέςά κύματα — электромагнитные волны